στάζοντα

στάζοντα
στάζω
drop
pres part act neut nom/voc/acc pl
στάζω
drop
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάρπωμα — κάρπωμα, τὸ (Α) [καρπώ] 1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.) 2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ) 3. ωφέλεια, κέρδος …   Dictionary of Greek

  • νεοσπαδής — νεοσπαδής, ές (Α) (ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῑρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπαδής (< σπας < θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. νευρο σπαδής] …   Dictionary of Greek

  • στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”